Περίληψη |
Ο ιππόκαμπος εμπλέκεται σε μνημονικές διαδικασίες, όπως είναι η επεισοδική και η χωρική μνήμη.
Η οδοντωτή έλικα (dentate gyrus - DG) στον ιππόκαμπο αποτελεί μία από τις δύο περιοχές όπου η
ενήλικη νευρογένεση συμβαίνει στα θηλαστικά, και έχει προταθεί ότι εξυπηρετεί την λειτουργία
του διαχωρισμού μοτίβων, δηλαδή της ικανότητας σχηματισμού διακριτών μνημών από παρόμοια
επεισόδια. Ο κύριος κυτταρικός πληθυσμός της οδοντωτής έλικας είναι τα κοκκιώδη κύτταρα
(granule cells - GCs), τα οποία θεωρούνται ότι επιτελούν τον διαχωρισμό των μοτίβων καθιστώντας
πιο αραιά και ορθογώνια τα σήματα εισόδου που λαμβάνουν. Διερευνούμε τον ρόλο των ενήλικα
γεννημένων GCs (abGCs) στην διαδικασία του διαχωρισμού μοτίβων χρησιμοποιώντας ένα απλό
υπολογιστικό, ωστόσο βιοφυσικά σχετικό, νευρικό δίκτυο ενεργών κυττάρων. Το δίκτυο DG
αποτελείται από 2000 GCs (1,800 εμβρυϊκής προέλευσης κοκκιώδη κύτταρα (dbGCs > 8
εβδομάδων), 100 ώριμα ενήλικα γεννημένα κοκκιώδη κύτταρα (mabGCs 6-8 εβδομάδων) and 100
ανώριμα ενήλικα γεννημένα κύτταρα (iabGCs 4 εβδομάδων), 100 GABAεργικά καλαθοειδή
κύτταρα (basket cells - BCs), 80 γλουταματεργικά βρυώδη κύτταρα (mossy cells - MCs), and 40
HIPP ενδιάμεσους νευρώνες. Κάθε νευρικός τύπος προσομοιώνεται ως ένας νευρώνας-σημείο
(point neuron) χρησιμοποιώντας το νευρικό μοντέλο adaptive exponential integrate-and-fire model
(AdEx). Τα κοκκιώδη κύτταρα προσομοιώνονται ως διαμερισματοποιημένοι νευρώνες-σημεία,
αποτελούμενοι από το σωμα που συνδέεται με 12- (dbGCs) ή 3-δενδρίτες (iabGCs και mabGCs).
Πέντε διαφορετικές συστάσεις νευρικών δικτύων χρησιμοποιήθηκαν: δύο δίκτυα ελέγχου A,B
(1900 dbGCs, 50 mabGCs, 50 iabGCs και 1800 dbGCs, 100 mabGCs, 100 iabGCs για τα δίκτυα
Α,Β αντίστοιχα) , ένα δίκτυο C με ίσα ποσοστά από τους τρεις υποπληθυσμούς GCs (33.3%), ένα
δίκτυο D με 50% dbGCs, 25% mabGCs και 25% iabGCs και ένα δίκτυο E χωρίς ενήλικη
νευρογένεση (2000 dbGCs). Επιπρόσθετα, προσομοιώσαμε δύο επιπλέον δίκτυα˙ το δικτυο B χωρίς
συνάψεις abGC-BC που οδήγησε σε υπερ-ενεργοποίηση των abGCs (δίκτυο F) και το δίκτυο Β
χωρίς συνάψεις abGCs-MCs το οποίο δεν οδήγησε σε υπερ-ενεργοποίηση του πληθυσμού των
GCs. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η δραστηριότητα των GCs ήταν υψηλότερη στο
δίκτυο με το υψηλότερο ποσοστό abGCs (66% abGCs) (μ.ό. ± τ.α: 3.39 ± 0.67), ακολοθούμενη από
το δίκτυο με το ποσοστό 50%-50% σε dbGCs και abGCs (2.97 ± 0.61), η οποία δραστηριότητα
ήταν κατά συνέπεια υψηλότερη από ό,τι στα δίκτυα ελέγχου Α,Β (1.38 ± 0.41 & 1.57 ± 0.38 για τα
δίκτυα Α,Β αντίστοιχα). Η απουσία ενήλικης νευρογένεσης στο δίκτυο Ε οδήγησε στα χαμηλότερα
επίπεδα δραστηριότητας για τον πληθυσμό των GCs στο σύνολό τους. Οι προσομοιώσεις αυτές
υποδεικνύουν ότι καθώς ο πληθυσμός των abGCs αυξάνει, ενώ ο ολικός πληθυσμός των GCs
διατηρείται σταθερός, η δραστηριότητα του DG δικτύου αυξάνεται επίσης. Αυτό συμβαίνει επειδή
τα abGCs είναι πιο δραστικά από τα ήδη υπάρχοντα dbGCs ανεξάρτητα από την σύσταση του
δικτύου DG. Άλλες προσομοιώσεις εξέτασαν την ικανότητα του δικτύου DG να πραγματοποιεί
διαχωρισμό μοτίβων στα πραπάνω δίκτυα για σήματα εισόδου προερχόμενα από το στρώμα ΙΙ του
ενδορινικού φλοιού. Τα σήματα αυτά μοιράζονται ένα βαθμό ομοιότητας (60%, 70%, 80% ή 90%).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα f1 σκορ των σημάτων εξόδου μειώνονταν καθώς οι δοκιμασίες
διαχωρισμού μοτίβων αυξάνονταν σε δυσκολία και αυτό το συμπέρασμα ήταν έγκυρο για κάθε ένα
από τα δίκτυα C,D και E. Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η παρουσία των abGCs φαίνεται να
διευκολύνει τον διαχωρισμό μοτίβων για εύκολες δοκιμασίες (f1(input) = 0.4, 0.3) ενώ στην περίπτωση
δύκολων μοτίβων (f1(input) = 0.2, 0.1) , η παρουσία των abGCs δεν φαίνεται να συνεισφέρει
σημαντικά. Τα δίκτυα F,G εκτελούν διαχωρισμό μοτίβων αλλά όχι καλύτερα από το δίκτυο ελέγχου
Β.
|